απλεύριστος

απλεύριστος
-η, -ο
αυτός που δεν πλεύρισε, δεν πλησίασε: Το πλοίο ήταν ακόμη απλεύριστο και δε διακρίνονταν καλά οι επιβάτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απλεύριστος — η, ο 1. αυτός που δεν πλεύρισε, δεν πλησίασε την προκυμαία 2. αυτός που δεν τον πλεύρισαν, δεν τον ζύγωσαν για κάποιο πονηρό σκοπό …   Dictionary of Greek

  • αδιπλάριστος — και αδιπλάρωτος, η, ο [διπλαρώνω] 1. (για πλοία κ.λπ.) αυτός που δεν διπλάρωσε, δεν πλεύρισε, ο απλεύριστος 2. αυτός που δεν τόν έχουν πλευρίσει για να τού αποσπάσουν κάτι …   Dictionary of Greek

  • ακοστάριστος — η, ο [ακοστάρω] 1. (για πλοία) απλεύριστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”